- θολῷ
- θολόςmudmasc dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
θολώ — θολῶ (ΑΜ) θολώνω … Dictionary of Greek
θολῶ — θολός mud masc gen sg (doric aeolic) θολόω make turbid pres subj act 1st sg θολόω make turbid pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θόλῳ — θόλος round building with conical roof fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θολισμός — θολισμός, ὁ (Α) [θολώ] το αποτέλεσμα τού θολώ, το θόλωμα … Dictionary of Greek
αθόλωτος — (I) η, ο (Α ἀθόλωτος, ον) [θολῶ] μη θολωμένος, καθαρός μσν. 1. αγνός, αμόλυντος 2. απαραβίαστος 3. αυτός που δεν κλονίζεται από ταραχές 4. μτφ. αυτός που δεν ταράζεται, ο ψύχραιμος. (II) η, ο ο δίχως θόλο, ο μη θολωτός, αθολοσκέπαστος, άθολος.… … Dictionary of Greek
αναθολώνω — (Α ἀναθολῶ, όω) νεοελλ. κάνω κάτι εκ νέου θολό, ξαναθολώνω αρχ. 1. θολώνω 2. (επί τίνα) ερεθίζω, εξεγείρω, παθ. ερεθίζομαι, ταράσσομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + θολῶ). ΠΑΡ. αναθόλωση ( ις)] … Dictionary of Greek
ησκιωσιά — η 1. ήσκιωμα, σκιά που απλώνεται κάπου 2. τόπος που έχει σκιά, τόπος σκιερός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ησκιώνω + κατάλ. σιά (πρβλ. αρματω σιά < αρματώνω, θολω σιά < θολώνω)] … Dictionary of Greek
θολύνω — (Μ) [θολός] θολώ, θολώνω … Dictionary of Greek
θολώνω — (ΑΜ θολῶ, Μ και θολώνω) [θολός] 1. (για το νερό και άλλα υγρά) (μτβ.) κάνω κάτι θολό, τό κάνω να χάσει τη διαύγεια ή τη διαφάνεια του 2. μτφ. (μτβ.) συνταράσσω, ταράζω, θορυβώ, συγχύζω κάποιον ή κάτι («θολοῑ δὲ καρδίαν», Ευρ.) νεοελλ. μσν. 1.… … Dictionary of Greek
θόλωση — η (Α θόλωσις) [θολώ] (κυρίως για νερό) η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού θολώνω, το θόλωμα, το βούρκωμα … Dictionary of Greek